Χαλδία

Με το όνομα «Χαλδία», στους αυτοκρατορικούς χρόνους και κυρίως από τον 8ο αιώνα και μετά, ήταν γνωστό το ξακουστό «θέμα» της ελληνικής (βυζαντινής) αυτοκρατορίας που είχε πρωτεύουσα την Τραπεζούντα και καταλάμβανε ολόκληρο τον ανατολικό και κεντρικό χώρο του Πόντου. Τα θέματα ήταν μεγάλες μετακινούμενες στρατιωτικές μονάδες. Όταν απέκτησαν μόνιμη εγκατάσταση, ονομάστηκαν από το όνομα της περιοχής της εγκατάστασής τους.
Το θέμα της Χαλδίας διαδραμάτισε σπουδαιότατο ρόλο στην άμυνα του ελληνικού (βυζαντινού) κράτους, στην συνεχή απειλή των εχθρών από την ανατολή. Στους πολέμους κατά των επιδρομέων αυτών, Περσών, Αρμενίων, Τουρκομάνων και Τούρκων αργότερα, επικεφαλής του στρατού ήταν αυτόχθονες δούκες και στρατηγοί της Χαλδίας όπως ήταν και οι πολεμιστές. Η εξάρτηση από την κεντρική εξουσία της αυτοκρατορίας διατηρήθηκε μέχρι τον 11ο αιώνα, οπότε οι φιλόδοξοι δούκες και στρατηγοί της Χαλδίας άρχισαν σιγά-σιγά να αποσπώνται από την μακρινή πρωτεύουσα. Η επικράτηση στο μεταξύ των σελτζουκίδων Τούρκων με τον σουλτάνο του Ικονίου διέκοψε σχεδόν κάθε επικοινωνία των ανατολικών επαρχιών με την Κωνσταντινούπολη.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των δυτικών σταυροφόρων το 1204, δημιουργήθηκε η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας από τον Αλέξιο Κομνηνό. Ο Αλέξιος δίνει ώθηση στην καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων στον Πόντο και την Χαλδία. Οι πόλεμοι και οι επιδρομές των εχθρών στις ακριτικές περιοχές ήταν συνεχείς. Στις κλεισούρες της Χαλδίας διαδραματίζουν τον ιστορικό τους ρόλο οι ακρίτες και ακούγονται τα ακριτικά τραγούδια και το έπος του Διγενή Ακρίτα.
Η Χαλδία αναφέρεται ακόμη ως πατρίδα των Υψηλαντών και Μουρούζηδων και άλλων Ελλήνων αρχόντων, οι οποίοι στην Τραπεζούντα αρχικά, στην Κωνσταντινούπολη αργότερα και κατόπιν στην Ουγγροβλαχία ως ηγεμόνες, διαδραμάτισαν ιστορικό ρόλο και επηρέασαν τα εθνικά μας πράγματα.
Η κατάληψη της Τραπεζούντας από τον Μωάμεθ Β’ σημαίνει το τέλος της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας αλλά όχι και την εξαφάνιση του ελληνικού στοιχείου. Έναν αιώνα μετά και κυρίως από τα μέσα του 16ου αιώνα, οι κάτοικοι της Χαλδίας αρχίζουν να ασχολούνται με τα πλούσια μεταλλεία της ορεινής τους περιοχής. Η εκμετάλλευση των μεταλλείων της περιοχής ήταν γνωστή από την αρχαιότητα και η περιοχή ως Αλύβη αναφέρεται στον Όμηρο, (Ηλιάδα, ραψωδία Β’). Αναφορά στην περιοχή βρίσκουμε και στον Στράβωνα και στην «Κύρου ανάβαση» του Ξενοφώντα. Τα μεταλλεία αυτά ανάλογα με τις γενικότερες συνθήκες και τα πολιτικά γεγονότα, άλλοτε άκμαζαν και άλλοτε εγκαταλείπονταν.
Η πλήρης εκμετάλλευση των μεταλλείων αργυρού, μόλυβδου και χαλκού από τον 16ο αιώνα και μετά, δίνει την δυνατότητα στους κατοίκους να αποσπάσουν ειδικά προνόμια από τον Τούρκο σουλτάνο. Ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής απολάμβανε το προνόμιο της προστασίας της ζωής του και της περιουσίας. Οι μεταλλουργοί κατορθώνουν να αποτελέσουν προνομιούχα τάξη, το δε αξίωμα του αρχιμεταλλουργού δινόταν από τον σουλτάνο μόνο σε Έλληνα και η έδρα του ήταν πάντοτε στην Κάνη που ονομάστηκε αργότερα Αργυρούπολη. Η Κάνη (Αργυρούπολη) ήταν η μόνη περιοχή που είχε το δικαίωμα να κόβει δικά της αργυρά νομίσματα.
Ο πλούτος των κατοίκων δίνει τη δυνατότητα μεγάλης οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης της περιοχής. Οι αρχιμεταλλουργοί ζουν ως άρχοντες αλλά προσφέρουν αφειδώς για τις εκκλησιαστικές και εκπαιδευτικές ανάγκες των χριστιανών. Προικοδοτούν ναούς, μονές, σχολεία και καθίστανται αληθινοί ευεργέτες του γένους..
Η ακμή και η ευημερία των Ελλήνων της Χαλδίας κράτησε δύο και πλέον αιώνες. Επόμενο ήταν να ακολουθήσει και η παρακμή, μετά την εξάντληση των μεταλλείων, η οποία όμως δεν επηρέασε αρνητικά την πνευματική και εκκλησιαστική ανάπτυξη της ορεινής αυτής περιοχής του Πόντου.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η ιστορική διαδρομή της περιοχής που έδωσε τη δυνατότητα στην ιερά μονή Παναγία Γουμερά στον Πόντο, να φθάσει σε τέτοια ακμή και λάμψη σε δύσκολες ιστορικά περιόδους.
Η Παναγία Γουμερά στον Πόντο


Νότια της Τραπεζούντας, μας λέει ο Ιωάννης Αβραμάντης, και σε απόσταση 92 χλμ. επί της οδού προς Ερζερούμ υπάρχει η πόλη Τορούλ ή άλλοτε Άρδασσα λεγομένη, ενώ παλαιότερα Μεσοχάλδιο. Αυτή είναι έδρα υποδιοίκησης (καϊμακαμλίκι) της διοίκησης Αργυρούπολης (Γκιουμουσχανέ) από την οποία απέχει 25 χλμ.
Από την Άρδασσα διέρχεται ο ποταμός Κάνης, στον οποίο συμβάλουν από δεξιά τα ποτάμια Μούζαινας, Χάραβας και Κρώμνης, και από αριστερά Νίβαινας, Τσίτης, Ρυακίου και Τζίζερας ο οποίος εκβάλει στην Μαύρη Θάλασσα κοντά στην Τρίπολη στην τοποθεσία Χαλκόβαλα.
Η συμβολή του ποταμού Τσίτη (Τζίτ ντερέ) γίνεται 500 μέτρα έξω από την Άρδασσα πλησίον του δρόμου προς το Ερζερούμ, σε μία κλεισούρα που σχηματίζει από δεξιά ένα ύψωμα με ερείπια παλαιού αυτοκρατορικού κτίσματος και από αριστερά ένας ψηλός και απότομος βράχος, που λέγεται Καστέλ.
Το ποτάμι της Τσίτης έχει τις πηγές του στο ψηλότερο βουνό της περιοχής, το Άεν Παύλον με ύψος 3.080 μέτρα. Από εκεί μπορεί κανείς να δει μέχρι και την Μαύρη θάλασσα. Στην αριστερή όχθη του ποταμού υπάρχουν τα χωριά Αυλίανα, Σαρπίσκια, Μαυρενά, Μακλέλ, Πιβερά, Τσίτε, Ξοπολάντων και Σιμπρικά. Στην δεξιά όχθη είναι η Άδυσσα. Στο μέσο τώρα της 6ωρης διαδρομής Αυλίανας – Άρδασσας και σε απόσταση 5 χλμ. από αυτήν, υφίσταται το μακραίωνο μοναστήρι της Παναγίας της Γουμεράς. Η Γουμερά ανήκε στην κοινότητα της Τσίτης, και αυτός είναι ο λόγος κατά τον οποίο το μοναστήρι δεν είναι γνωστό ως «Παναγία Γουμερά», αλλά ως «Τη Τσίτες η Παναγία».
Η ιερά μονή Παναγία Γουμερά υπήρξε μία από τις πέντε ιερές μονές της εκκλησιαστικής επαρχίας Χαλδίας – Κερασούντος και Χεριάνων του Πόντου και τιμάται στο γενέθλιο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η μονή κείται επάνω του όρους Πίτης ή Σίδης, βρίσκεται απέναντι από τα χωριά της Τσίτης της επαρχίας Χαλδίας, σε απόσταση έξι ωρών από την Αργυρούπολη. Η ιερά μονή είναι κτισμένη σε τεράστιο και επίπεδο κοίλωμα στην βραχώδη πλευρά του βουνού και προ αυτής εν είδει εξέδρας υπάρχει στενό ίσωμα το καλούμενο «ρακάν» .
Η τοποθεσία της μονής στη πλαγιά του βουνού Άεν Κήρυκας είναι μοναδική και επιβλητική. Θα τη ζήλευαν και αυτές ακόμα οι αρχαίες νεράιδες, οι Δρυΐδες. Είναι κτισμένο επί βράχου σ’ ένα τεράστιο επίπεδο κοίλωμα του βουνού, και ορίζεται υπό γαιών και λαμπρού δάσους. Ένα κτιστό υποστήριγμα μπροστά στην είσοδο του μοναστηριού απλωνόταν ως την άκρη του βράχου σαν μια εξέδρα. Κάτω στις ρίζες του βουνού ρέει της Τσίτης το ποτάμι όπου κατέβαζε τα νερά του από την περιοχή του Αέν-Κύρ’κα. Το ποτάμι είναι παραπόταμος του ποταμού Κάνεως και ενώνεται με αυτόν έξω από την Αρδάσα.
Γύρω-γύρω ατελείωτες οροσειρές με ψηλές χιονοσκέπαστες κορυφές που τροφοδοτούσαν ποτάμια μικρά και μεγάλα που διέσχιζαν στενές κοιλάδες. Υπάρχει μια λαγκαδιά κατάφυτη στον αυχένα απότομου και ψηλού βράχου σε σχήμα πυραμίδας είναι ο «Άεν Κήρ’ κα». Κι εκεί στην πιο ψηλή κορυφή του βράχου στέκεται περήφανο το ανεμόδαρτο ξωκλήσι του αγίου Κήρυκα σαν παρατηρητήριο, απ’ όπου ο άγιος σαν πιστός εθνοφρουρός επόπτευε και προστάτευε όλη την περιοχή, από τον Αέν Παύλον και το υψίπεδο της Κάγκανας μέχρι τον Θήχη και την Ζύγανα. Ούτε ο παραμικρός κάμπος. Όλη η περιοχή ήταν ένας φυσικός κυματοθραύστης, όπου στις βαρβαρικές επιδρομές χρησιμοποιήθηκε από την ελληνική αυτοκρατορία οχυρώνοντας κάθε στρατηγικό σημείο της περιοχής. Ένεκα τούτου υπήρχαν παντού καστέλια και κάστρα. Η περιοχή πέριξ της μονής ήταν κατάφυτη από οπωροφόρα δένδρα, μεστούς λεπτοκαρώνες, ωραίους κήπους, όπως και στολισμένη με πολυπληθή λευκά και πράσινα μυρίπνοα άνθη.
Η μονή της Παναγίας είχε εμφάνιση και κατασκευή φρουριακή με το ισχυρό διπλό τείχος, που περιβαλλόταν στη βόρεια-ανατολική πλευρά. Από τις άλλες πλευρές που ήταν απρόσιτες και απόκρημνες λόγω απότομης τομής του βράχου, το τείχος ήταν μονό. Το ΒΑ τείχος είχε ύψος 4 μέτρων, ήταν λιθόκτιστος και προστάτευε της δενδροφυτείες και καλλιέργειες λαχανικών. Ο εσωτερικός τοίχος ο οποίος απέβλεπε στη προστασία και φρούρηση της μονής κατά των επιδρομέων είχε ύψος 15 μέτρα. Μέσα από τα τείχη όμως αναδυόταν θρησκευτική γαλήνη, προσφορά αγάπης στον άνθρωπο, στον ταξιδιώτη, τον άρρωστο, όποιας εθνικότητας και αν ήταν.
Η είσοδος στη μονή γινόταν δια της μεγάλης πύλης η οποία ήταν κατασκευασμένη από χονδρή ξυλεία και είχε επένδυση από σίδερο. Προ της εισόδου υπήρχε μεγάλο προαύλιο με μια τεράστια καρυδιά, όπου και ελάμβαναν χώρα οι χοροί και οι πανηγυρισμοί. Δεξιά της εισόδου ήταν οι ξενώνες προς φιλοξενία των προσκυνητών.
Αριστερά υπήρχε το νέο ηγουμενείο το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως κτίριο του Λυκείου Γουμεράς. Για κελλιά των μοναχών υπήρχαν δύο διώροφα συγκροτήματα στα οποία διέμεναν περί τα 15 – 20 άτομα. Τα κελλιά ήταν κτισμένα με την κλασική μοναστηριακή τέχνη και διαρρύθμιση, με εξώστες στηριζόμενους επί καθέτων επικλινών πασσάλων με θέα προς το κενό. Τα οικοδομήματα συνεχιζόταν κυκλικώς με πολλά κελιά για τους μοναχούς και τους φιλοξενούμενους. Προς το εσωτερικό ήταν η αίθουσα του ηγουμενοσυμβουλίου, το μαγειρείο, αρτοποιείο, στάβλοι, και η τραπεζαρία με δυναμικότητα ταυτόχρονης συνεστίασης 50 ατόμων. Υπήρχε και ένας μεγάλος ξενώνας αποτελούμενος από 4 μεγάλες αίθουσες οι οποίες χρησίμευσαν ως το πρώτο διδακτήριο του Λυκείου.
Στον εσωτερικό περίβολο της μονής υπήρχαν δύο εκκλησίες. Πρώτα κτίστηκε η λεγόμενη «μικρή Παναγία», αφιερωμένη στη Γέννηση της Θεοτόκου, στην οποία σύμφωνα με την μαρτυρία του Ν. Λουκά, στην πόρτα της σωζόταν μέχρι το 1903, επιγραφή που βεβαίωνε, την πριν από χίλια χρόνια κτίση της μονής. Δεξιά της εκκλησίας υπήρχε μία λιθόκτιστη βρύση μα καλλιτεχνική πρόσοψη και με άφθονο δροσερό νερό. Πιο αριστερά στο βάθος, ήταν το παλιό ηγουμενείο, διώροφο με λαμπρή αρχιτεκτονική. Ο ναός της Γεννήσεως της Θεοτόκου είχε γλυπτό τέμπλο που ήταν διακοσμημένο με πλούτο σετεφίων και αργυρών επενδύσεων. Προφανώς πρόκειται για το σεντέφι, το σεντέφι, είναι η εσωτερική επιφάνεια των μαργαριτοφόρων οστράκων που το χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων. Στο υπόγειο του ναού υπήρχε το οστεοφυλάκιο, και έξω από το άγιο βήμα ήταν τοποθετημένο το κομψό κενοτάφιο εκ λίθου πελεκητού του μητροπολίτου Χαλδίας Σιλβέστρου Β’, και του εξ Αδύσσης ιερέως και διδασκάλου Αγαθονίκου Παπαδοπούλου.
Αργότερα, γύρω στο 1830, στο κέντρο της μονής κτίστηκε η μεγάλη εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, βυζαντινού ρυθμού με ευρύχωρο και πολύστηλο νάρθηκα. Ήταν λαμπρότατα στολισμένος από τις δωρεές των Σταπάσηδων της Τσίτης, Σώπη και Σίρπιλα και με τις έξι δεσποτικές εικόνες εξαιρετικής ζωγραφικής και πολυτέλειας, έργα σπάνιας τέχνης, μοναδικά εν Πόντο, δωρεά του εν Βλαχία Ανανία Κουζάνου, του εκ Τσίτης. Στην δεξιά εσωτερική πλευρά του ναού υπήρχε η βιβλιοθήκη και το αρχείο, και σε έναν κρυψώνα το κειμηλιοφυλάκειο.
Ο νέος ναός δεν είχε κωδωνοστάσιο, οι τέσσερις καμπάνες ρωσικής κατασκευής κρέμονταν κάτω από την αριστερή πλευρά του μεγάλου νάρθηκα. Από τις καμπάνες η μεγαλύτερη θα μπορούσε να ονομαστεί ο βασιλιάς των καμπανών, επειδή θα πρέπει να ήταν η μεγαλύτερη σε όλον τον Πόντο. Λέγετε ότι δύο παιδιά από την Τσίτη την πήραν και την έκρυψαν θάβοντάς την σε κρυφό σημείο. Ποτέ δεν βρέθηκε.
Το γλυπτό τέμπλο ήταν διακοσμημένο με πλούτο σετεφίων και αργυρών επενδύσεων και του οποίου οι έξι Δεσποτικές εικόνες, έργα σπάνιας τέχνης μοναδικά στον Πόντο, ήταν δωρεά του με καταγωγή από τη Τσίτη αλλά διαμένοντος στη Βλαχία, Ανανία Κουζανού. Οι εικόνες αυτές ήταν: του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του τιμίου Προδρόμου, των αποστόλων Πέτρου, Παύλου και Ανανίου, της Γεννήσεως της Θεοτόκου, της αγίας Ιουλίτας, του αγίου Κηρύκου και της αγίας Παρασκευής.
Σύμφωνα με τον Γεώργιο Θ. Κανδηλάπτη, ο Ανανίας Αδαμίδης Κουζανός, ο «Νομοφύλαξ», αφιέρωσε το 1816 δεκατρείς «εικόνας Δεσποτικάς», με την επιγραφή «Ανανίας Αδαμίδης Κουζανός ανέθετο τω ιερώ μοναστηρίω εν έτει 1816 Μαίου 29». Οι εικόνες αυτές ήταν 6 μεγάλες (πιθανότατα αυτές βρισκόταν στο τέμπλο) 6 μικρές και 1 για το προσκυνητάρι. Οι απεικονίσεις των εικόνων ήταν όσες προαναφέρθηκαν και η του προσκυνηταρίου ήταν η Γέννηση της Θεοτόκου. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Αβραμάντη, οι εικόνες ήταν ζωγραφισμένες πάνω σε καραβόπανο. Λέγετε ότι η εικόνα της Γεννήσεως της Θεοτόκου που ήταν στο προσκυνητάρι της εκκλησίας, βρέθηκε στα χέρια κάποιου αγρότη και αγοράστηκε αργότερα στην Ελλάδα από την αδελφότητα των ποντίων της Καλλιθέας.
Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με την Γουμερά του Πόντου και περιέγραψαν τις εκεί δραστηριότητες της μονής, εξήραν ιδιαιτέρως την μεγάλη εορτή την ημέρα της Μεγαλόχαρης τον δεκαπενταύγουστο. Όπου τότε έλληνες και τούρκοι μαζί συνεόρταζαν την «Μεϊράμανα», όπως την έλεγαν οι τούρκοι, την Μαρία την Μητέρα. Μαζί εόρταζαν, μαζί χόρευαν, μαζί έτρωγαν και έπιναν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής, κάθε άνθρωπος της κάθε θρησκείας.
Στο κειμηλιοφυλάκειο της μονής φυλάσσονταν πολλά κειμήλια μεγάλης αξίας, τα οποία και χάθηκαν στις τελευταίες ληστρικές επιδρομές. Στους χρόνους της διαλύσεως υπήρχαν μόνον τα εξής αξιόλογα, όπως καλλιτεχνικές εικόνες, γλυπτοί ξύλινοι σταυροί στολισμένοι με ασήμι και πολύτιμους λίθους, ένα ασημένιο δοχείο αγιασμού, ασημένια σκαλιστά δισκοπότηρα, μεταξωτά και βαρύτιμα άμφια και καλύμματα, Ευαγγέλιο επενδυμένο με ασήμι επίχρυσο εκδόσεις 1793 Βενετίας και δωρεά του μητροπολίτη Σωφρονίου, μία μίτρα του ιδίου, και μία άλλη του Σωφρονίου Αχταλείας, πλούσια διακοσμημένες άριστης τέχνης, έξι ασημένια φωτοστέφανα Δεσποτικών εικόνων, και άλλα πολλά.
Όλα αυτά δυστυχώς διηρπάγησαν μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923 όπου και ερημώθηκε παντελώς η μονή. Η βιβλιοθήκη βρισκόταν προς τη δεξιά πλευρά του ναού, όπως και το αρχείο με παλιούς κώδικες. Η βιβλιοθήκη περιλάμβανε πολλά χειρόγραφα και βιβλία αρχαίων συγγραφέων και πατέρων της εκκλησίας, διάφορα εκκλησιαστικά βιβλία, πολλά χειρόγραφα μουσικά του 18ου και 19ου αιώνα, η σειρά των έργων του Ιωάννου Χρυσοστόμου και ένα σπάνιο χειρόγραφο του Αριστοτέλη, το οποίο και εκλάπη από τον Μηνά Μηναΐδη μαζί με άλλα πολύτιμα έγγραφα κι από άλλες μονές του Πόντου για λογαριασμό της Βιβλιοθήκης του Παρισιού. Τίποτα από την βιβλιοθήκη δεν σώθηκε.
Στην μονή υπήρχε και ένα χειρόγραφο ευαγγέλιο σε μεμβράνη του 15ου αιώνα, το σπουδαιότερο κειμήλιο της μονής. Δυστυχώς απωλέσθη κατά την πολεμική περίοδο.
Άλλωστε η μονή και παλαιότερα είχε συληθεί από αρχαιοκάπηλους. Επίσης φυλασσόταν και ένα άλλο Ευαγγέλιο του 18ου αιώνα, δωρεά του πατριάρχη Ιεροσολύμων στην ιερά μονή σε πολύ καλή κατάσταση, γραμμένο σε μεμβράνη. Το ευαγγέλιο διασώθηκε, μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου το παρέδωσε στον ιερό ναό αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης προς φύλαξη. Στο πρακτικό παραλαβής υπογράφει ο μακαριστός μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος. Το ευαγγέλιο αυτό φυλασσόταν για πολλά χρόνια στην αδελφότητα των ποντίων στην Καλλιθέα, μέχρι το 2013 όπου και παρεδόθη με επίσημο έγγραφο στην μητρόπολη Σιδηροκάστρου και διατίθεται στην ιερά μονή προς προσκύνηση των πιστών σε πανηγυρικές εορτές.
Σε ολόκληρο το Τολούρ (Μεσοχαλδία) η μεγαλύτερη θρησκευτική πανήγυρη γινόταν στην Παναγία Γουμερά, αν και περισσότερο γνωστή ήταν ως «ση Τσίτες την Παναΐαν». Στην μικρή σαρακοστή του Δεκαπενταύγουστου συνέρρεε πλήθος λαού από όλη την ευρύτερη περιοχή. Ακόμα και οι Τούρκοι χαιρόντουσαν περιμένοντας το θαύμα της Μεριάμ, συνεορτάζοντας εν τυμπάνοις και χορώ αδελφικότατα με τους Έλληνες. Φάλαγγες ολόκληρες από άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ντυμένοι όλοι στα γιορτινά τους, έκαναν πεζοί όλη την πορεία από τον τόπο τους μέχρι το μοναστήρι. Άλλοι ερχόντουσαν από την Αυλιάνα και την Χόψαν περνώντας μέσα από χωριά Σαρπίσκια, Μαυρενά και Άδυσσα. Άλλοι από την Τσολόχαινα, Λαμπαδίον, Κορκοτά και Χαβιάνα. Άλλοι πάλι από Σαραντάρ, Ματσερά, Αμπρικάντων και Κορόνιξα. Και άλλοι από το Ρυάκιο, Μουρτσανή, Παλαιοχώρι, Τσιμπρικά, Ζερμούδα, Ντεμιρτζήκιοϊ και την Άρδασσα. Όπως και από τα Λωρία, Φούρφουρα και Λυκορράχ.
Κάθε φάλαγγα από όποιο χωριό κι αν περνούσε γέμιζε με τραγούδια και τουφεκίδι όλους τους εκεί τόπους. Βουνά, χαράδρες και φαραγγιές γέμιζαν από αδιάκοπο ορυμαγδό. Είναι άλλωστε πολύ γραφική η περιοχή του μοναστηριού. Κτισμένο επάνω σε ίσωμα ενός ψηλού και απότομου βράχου και στο μυχό μικρής κοιλάδας, περιβάλετε με δάσος από φουντουκιές, λεύκες και πιο ψηλά από πεύκα. Κάθε φάλαγγα καθώς πλησίαζε στο μοναστήρι οι καμπάνες ηχούσαν δυνατά σαν να τους καλωσόριζαν. Εκεί στον ξενώνα κάθε χωριό είχε τον δικό του τόπο για κατάλυμα.
Εσπερινός πανηγυρικός, αγρυπνία, θεία λειτουργία, μεγάλα συλλείτουργα, και οι μεγάλοι εορταστικοί πανηγυρισμοί με χορούς και τραγούδια ακριβώς έξω από την πύλη της μονής, κάτω από την μεγάλη πυκνόφυλλη καρυδιά, σε έναν μεγάλο χώρο ειδικά για τις εορταστικές εκδηλώσεις. Εδώ συναντιόνται συγγενείς και φίλοι, ανταλλαγή ειδήσεων, χαριεντισμοί, κουτσομπολιά και όλα τα όμορφα και ανθρώπινα. Τούρκοι και Ρωμηοί, αντάμα στο χορό στο γλέντι, ωσάν αδέρφια, παιδιά ενός Θεού.
Έτσι φυσιολογικά και πάντα χαρούμενα και ξένοιαστα κυλούσε η ζωή στην τρισευτυχισμένη εκείνη γωνιά στη Μεσοχαλδία με την μεγαλύτερη πανήγυρη της περιοχής, έως την τραγική εκείνη μέρα που από Ανατολή και Δύση ενέκυψε στα 1922 η αφάνταστη εκείνη ανεμοθύελλα και σάρωσε τα πάντα.
Η ιερά μονή μετά την Μικρασιατική καταστροφή ερήμωσε, λεηλατήθηκε, καταστράφηκε, και απόμειναν σήμερα ελάχιστα ερείπια. Αυτά τα ερείπια βρήκε και ο Λάζαρος Παπαδόπουλος από την Άδυσσα, όταν πήγε να προσκυνήσει τον τάφο του πατέρα του και περιγράφει ποιητικά με θλίψει τον αφανισμό της:
«Ση Γουμεράς την Παναγιά εσβήγαν τας καντήλας
Και τας λαμπάδας έσβησαν, τέλεθαν τα κερία.
Άλλο καμπάνες κι χτυπούν, σήμαντα κι λαλούνε.
Ψαλτάδες εκεί κι ψάλγουνε Αυγούστ’ τη Παναγίας.
Νια καλογέρ’, νια ηγουμεν’ εφτάνε το σταυρόν ατ.
Νια πανηγύρια και γιορτές σα Παναγιάς την μνήμην.
Το μοναστήρ’ ορφάνεψεν, χαλάγαν τα κελία
Και το πεγάδ’ τ’αυλόγερου εστέρεψεν κι εκείνο.
Οι χριστιανοί ουλ έφυγαν σα έρημα τα ξένα
Και τα ταφία επέμνανε παντέρημα κι εκείνα
Χωρίς ένα τρισάγιο χωρίς έναν καντήλιν.
Τώρα πλέκνε τα δίχτυα τουν σο μοναστήρ’ αράχνες,
Και τα κελία εγέντανε φωλιές σε νυχτερίδες.
Τη κουκουβάγιας η φωνή μοιρολογά τας νύχτας,
Ση Γουμεράς την Παναγιάν σα έρημα, σα τσόλια».
Ιστορικά βεβαιωμένα γεγονότα αναφερόμενα στη αρχική ίδρυση, λειτουργία και ζωή της ιεράς μονής δεν υφίστανται. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Θ. Κανδηλάπτη γραπτό μνημείο της μονής ήταν παλαιός κώδικας ο οποίος δυστυχώς απωλέσθη, άγνωστο πώς και πότε. Συνεπώς σήμερα και εμείς είμαστε αναγκασμένοι να δηλώσουμε, ότι η ιστορία της μονής μέχρι τον 17ο αιώνα παραμένει σκοτεινή. Θρύλοι, μαρτυρίες και παραδόσεις υφαίνουν την παλαιά ιστορία της. Κάτι το οποίο αναφέρει και ο βυζαντινολόγος Anthony Applemore Mornington Bryer σε απάντηση επιστολής του Ιωάννη Αβραμάντη:
«…Δεν κατόρθωσα να εύρω συγκεκριμένα ιστορικά στοιχεία με την ιστορία του μοναστηριού προ του 17ου και 18ου αιώνος.»
Η ίδρυση της μονής ανάγεται στους χρόνους των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας. Από προσωπική μαρτυρία του περιηγητή Λουκά Π. Νικολάου ο οποίος είδε επιγραφή επί της μικρής εκκλησίας το 1904 η χρονολογία κτίσης τοποθετείτε στο 906 σύμφωνα με τον Ιωάννη Αβραμάντη. Ο Γεώργιος Θ. Κανδηλάπτης αναφέρει ότι στο υπέρθυρο της εκκλησίας της Κοιμήσεως υπήρχε η χρονολογία 950, όμως δεν διασώθηκε διότι «από αμάθεια των μοναχών εκαλύφθη κατά την ασβεστόχρισι».
Ως ιδρυτές φέρονται τρεις ιερομόναχοι, Σωφρόνιος, Παΐσιος και Λαυρέντιος με καταγωγή από το χωρίο Χουσιλή της εκκλησιαστικής επαρχίας Θεοδοσιουπόλεως (Ερζερούμ). Οι ίδιοι φέρονται και ως κτήτορες του ναΐσκου. Οι πατέρες αυτοί ερευνούσαν περιοχές για κατάλληλο τόπο μοναχικής ασκητικής ζωής, είδαν στο όνειρό τους την συγκεκριμένη τοποθεσία στην Γουμερά κι έτσι ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στο χώρο της μετέπειτα μονής της Παναγίας. Μετά δεκατετραετή παραμονή αναγκάσθηκαν να την εγκαταλείψουν λόγω ληστρικών επιδρομών και επέστρεψαν μετά από ένα έτος μέχρι το τέλος του βίου τους. Φαίνεται ότι μετά το θάνατό τους η μονή έμεινε έρημος για 200 χρόνια.
Ο Παντελής Μελανοφρύδης αναφέρει μία παράδοση την οποία άκουσε ο ίδιος από μορφωμένους γέροντες του χωριού του Αδύση. Πίσω από τον λόφο που ονομάζεται «ο Τσηλέβας» στην νότιο και απότομη πετρώδη πλευρά του βουνού «Τ’ Αδιανού το ποδάρ», που χωρίζει τις περιοχές Αδύσης – Τσίτης, σώζονται τα ερείπια βυζαντινού ναού. Η βόρεια πλευρά σχεδόν ολόκληρη είναι σκεπασμένη με τοιχογραφίες. Η μονή αργότερα ερημώθηκε λόγω κατολίσθησης του εδάφους. Την έλεγαν «Τ’ οπίσ’ η Παναγία» ή Όλισμαν από την κατολίσθηση του εδάφους. Κάθε χρόνο τελούσαν εκεί Παράκληση στην Παναγία στην εορτή της Ζωοδόχου Πηγής.
Λέει λοιπόν η παράδοση του χωριού ότι οι πατέρες της καταστρεμένης μονής , η οποία είχε ιδρυθεί κατά τον 4ο ή 5ο αιώνα πήγαν στην τοποθεσία απέναντι από την Τσίτη η οποία ονομαζόταν «Τ’ Ηγουμερά» από το όνομα του ιδιοκτήτη της Ηγουμεράς, και ίδρυσαν εκεί νέα μονή. Σημειώνουμε ότι μέχρι και σήμερα η περιοχή πάνω από το μοναστήρι λέγεται από τους Τσιτενούς και τους μοναχούς «Ηγουμερά». Από αυτό συνεπώς και η ονομασία της μονής «Τ’ Ηγουμερά το μοναστήρ», ή απλώς «Γουμερά».
Το 1150, λέει η παράδοση, δύο αδερφοί, ο Ανανίας και ο Κοσμάς, από το Σιεχτόρμι της Θεοδοσιουπόλεως, μετέβησαν στην έρημη μονή υλοτόμησαν την γύρω περιοχή και έκτισαν κελιά για τον εαυτό τους και για τους προσκυνητές. Από τότε ο βίος της μονής ήταν αδιατάρακτος χάρις την προστασία των Δούκων της Χαλδίας, των Κλεισουραχών της αυτοκρατορίας, και των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας. Βάσει αυτού αναδείχθηκε σε μία από τις σπουδαιότερες μονές του θέματος Χαλδίας. Ο αυτοκράτορας Τραπεζούντας Αλέξιος Γ’ λέγεται ότι επανίδρυσε τον ναΐσκο ο οποίος είχε καταστραφεί από φωτιά και επικύρωσε την πνευματική της δικαιοδοσία επί της Τσίτης.
Το 1808 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε με σιγίλλιο την ιερά μονή σε σταυροπηγιακή, όπως και όλες τις άλλες Μονές της Χαλδίας. Η μετατροπή του μοναστηριού σε σταυροπηγιακό επικυρώθηκε δια βερατίου το ίδιο έτος, 1808, από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, τον αποκαλούμενο αναμορφωτή. Δια άλλου βερατίου δόθηκε η άδεια ανεγέρσεως εκκλησιών και τότε «ανηγέρθη ο νέος μεγαλοπρεπής ναός της μονής, στην μνήμη του Γενέσιου της Θεομήτορος».
Το 1827, με δεύτερο σιγίλλιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο επανέφερε την μονή στο καθεστώς κοινοβιακής ενοριακής, με άμεση εποπτεία και έλεγχο υπό του μητροπολίτου Χαλδία. Κατά την εποχή των αρχιμεταλλουργών η μονή ευεργετήθηκε πολλαπλώς από αυτούς.
Στην πνευματική επιρροή της μονής υπάγονταν τα χωρία Αυλιάνα, Σαρπίσκια, Μαυρενά, Άδισα, Τσίτε, Εξωπολάντων, Ρακ, Παλαιχώρ, Τσιμπικά, Χαβίανα, Κορκοτά, Λαμπαδίον, Χόψα, Φυτίανα, Κορόνιξα, Αμπρικάντων, Σιμικλή, Κιουρτούν, Τσαράχ, Νίβαινα, Αέννες και Τσολόχαινα. Τα χωρία Ζαρμούδα, Λυκορράχ, Φούρφουρα και Λωρία παρόλο που ήταν μουσουλμανικά σεβόταν την μονή και ευεργετούνταν από αυτήν. Κατά τον Θεοφύλακτο Θεοφυλάκτου, το χωρίο Εξωπολάντων είναι η Μικρή Τσίτη, το Ρακ το Ρυάκ και δεν περιλαμβάνονται οι οικισμοί της Τσίτης, Μακλέλ που ήταν αμιγώς μουσουλμανικός οικισμός και η Πιβερά που κατοικούσαν χριστιανοί και πλέον δεν κατοικείται.
Η μονή αν και λεηλατήθηκε πολλές φορές καθιστώντας τον βίο των μοναχών αντικανονικό, ανανεωνόταν συχνά από ιερομονάχους. Τσίτη, Φυτιάνα, Άδυσσα, Χαβιάνα, Βαρενού και Κορόνιξα αποτελούν τους συμπαγείς αρμούς της μονής. Διαδραμάτιζε ρόλο σπουδαίου καταφύγιου παιδείας, αρετής και γραμμάτων και συνετέλεσε στην διάδοση του ελληνισμού.
Σύμφωνα με τον Παντελή Μελανοφρύδη, οι μοναχοί της μονής του είπαν ότι περί τα τέλη 17ου ή αρχές 18ου αιώνα η μονή ερημώθηκε λόγω ληστρικών επιδρομών και οι μοναχοί ζήτησαν καταφύγιο στο μοναστήρι του αγίου Γεωργίου Περιστερεώτη όπου και παρέμειναν για άγνωστο χρονικό διάστημα. Όταν αποκαταστάθηκε η ηρεμία οι μοναχοί του αγίου Γεωργίου τους εφοδίασαν με ρουχισμό, άμφια και εκκλησιαστικά βιβλία χειρόγραφα και επέστρεψαν στην Παναγία Γουμερά. Συνεχίζοντας ο Π. Μελανοφρύδης, γράφει ότι του επετράπει από τον ηγούμενο Γερβάσιο να ερευνήσει το ντουλάπι του ναού, όπου και βρήκε πολλά χειρόγραφα ΙΖ’ και ΙΗ’ αιώνα με «κομψό και στερεό δέσιμο- στάχωμα- καλλιγραφικά με ωραίες μινιατούρες στα αρχικά κεφαλαία γράμματα, ιδίως μουσικά με την επιγραφή: Κτήμα της Μονής του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα» .
Η σταυροπηγιακή μονή της Παναγίας Γουμερά, το “κρυφό σχολειό” του Μεσοχαλδίου Αργυρουπόλεως του Πόντου, διαδραμάτισε ιστορικό και εθνικοθρησκευτικό ρόλο τροφοδοτώντας ολόκληρη της περιοχή της Χαλδίας με μοναχούς, ιερείς, δασκάλους και ψάλτες. Όταν ο Τούρκος κατακτητής θαμπώθηκε από το πλούσιο υπέδαφος της περιοχής παραχώρησε πολλά προνόμια στους έλληνες μεταλλωρύχους. Δεν μπορούσε ο Τούρκος να φανταστεί πως το μεταλλείο έμμελε να παίξει τον ρόλο του κρυφού σχολειού από κοινού με το μοναστήρι, δημιουργώντας έτσι την διπλή υπόστασή του. Την απέραντη εθνωφελή επίδραση αυτού του δισυπόστατου κρυφού σχολειού γνώρισε κάθε γωνιά της Ανατολής. Γνώρισαν τους ιεραποστόλους του μοναστηριού παντός βαθμού, τον μοναχό, τον διάκο, τον παπά και τον δεσπότη, αλλά και τους σκαπανείς του μεταλλείου, τον μεταλλωρύχο και αυτόν τον Αρχιμεταλλουργό. Οι πρώτοι, ο κλήρος, αποτελούσαν την πνευματική ισχύ και οι δεύτεροι την οικονομική σε όλη την επαρχία της Χαλδίας. Αδιάψευστη μαρτυρία αυτού του γεγονότος είναι ότι από το 1756 μέχρι το 1863 μητροπολίτες στην Χαλδία προχείριζε η Τσίτη, ένα χωριό με 140 ελληνικές οικογένειες και 30 τούρκικες. Την στιγμή μάλιστα που η Αργυρούπολη αριθμούσε πάνω από 50.000 κατοίκους. Πάνω σε αυτό το σχήμα, στην σύζευξη αυτών των δύο δυνάμεων της φυλής μας, της πνευματικής και της υλικής, η Εθνική Αντίσταση εδραίωσε τη σωτηρία του Γένους και μεγαλούργησε.
Πέραν λοιπόν αυτού έχουμε μόνο μεταγενέστερες μαρτυρίες από εξέχοντες Ποντίους που είχαν την τύχη να δουν και να ζήσουν την ιερά μονή στην ακμή της ή την επισκέφτηκαν αργότερα, μετά την ερήμωση της που ακολούθησε την ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά την μικρασιατική καταστροφή.
Στις μαρτυρίες αυτές, όπως και στις δικές τους προσωπικές μαρτυρίες στηρίχθηκε το βιβλίο των Γ. Κανδηλάπτη-Π. Μελανοφρύδη-Λ. Λαζαρίδη «Ιστορία της ιεράς μονής Παναγία Γουμερά» και συμπληρώθηκε αργότερα από τον Ιωάννη Αβραμάτη. Έτσι λοιπόν έχουμε την μαρτυρία για την ιστοριογράφηση της επιγραφής, η οποία μαρτυρήθηκε στις πόρτες του μικρότερου και αρχαιότερου ναού της, οδήγησε τον Π. Μελανοφρύδη, διδάσκοντα του περιλαμβανομένου Λυκείου της μονής, να βεβαιώνει την προ χιλίων ετών εκ του 1903, ανέγερση της. Χτίστηκε όπως είπαμε από τους ιερομονάχους Σωφρόνιο, Λαυρέντιο, Παΐσιο σε μια πετρώδη και επικλινή παρυφή του όρους Τσίτη όπου πήρε το όνομά της από τον ιδιοκτήτης της περιοχής «Ηγουμεράς». Έτσι λοιπόν «τ’ Ηγουμερά το μοναστήρ’» έγινε με τον καιρό «Παναγία Γουμερά».
Η ιερά μονή της Παναγίας στον Πόντο, υπήρξε φυτώριο τόσο εκκλησιαστικής όσο και εγκυκλοπαιδικής μόρφωσης και κατά τα χρόνια της δουλείας, έπαιξε το ρόλο του κρυφού σχολείου. Η μονή τροφοδοτούσε την επαρχία της με μοναχούς, ιερείς, ψάλτες και δασκάλους και έφτασε να ιδρύσει, το 1913 και Λύκειο για ανώτερη μόρφωση το οποίο δυστυχώς διέκοψε την λειτουργία του δύο χρόνια μετά λόγο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Καθημερινή ήταν η προσφορά αγάπης στον άνθρωπο με το συσσίτιο και την ιατρική φροντίδα, καθώς υπήρξε καταφύγιο τόσο των περιπλανωμένων και διωκόμενων Χριστιανών όσο και των Μωαμεθανών και Αρμενίων.
Σύμφωνα με τον Μελανοφρύδη ο ηγούμενος της Γουμεράς ο οποίος κοιμήθηκε το 1896 ονομαζόταν Ιάκωβος και ήταν δραστήριος και ρέκτης, με ψηλό και επιβλητικό ανάστημα, απολάμβανε γενικού σεβασμού. Ο Μελανοφρύδης επισκεπτόταν συχνά το μοναστήρι, κάποτε μικρός όπου ήταν πήγε μαζί με τον παππού του τον αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελο στην εορτή του Δεκαπενταύγουστου. Εκεί ήταν και προΐστατο και ο μητροπολίτης Γερβάσιος. Τότε ο ηγούμενος Ιάκωβος πήρε τον μικρό Μελανοφρύδη από το χέρι και τον πήγε στο ιδιαίτερο ντουλάπι του, εκεί γέμισε τον κόρφο του με πολλά λεπτοκάρυα. Είχε τότε την τιμή να καθίσει μαζί με τον παππού του στο δεσποτικό τραπέζι. Ο Ιάκωβος απολάμβανε ιδιαίτερης εκτίμησης από τον μητροπολίτη, από τους πατέρες της μονής και από τον λαό του Θεού. Έκανε πολλά έργα, όπως το νέο ηγουμενείο, και έφερε την τάξη και την πειθαρχία μεταξύ των μοναχών.
Στην αρχή του Α’ παγκόσμιου πολέμου η τουρκική κυβέρνηση προέβη στην κατάσχεση όλης της κινητής περιουσίας της μονής, για να εξοπλίσει το στρατιωτικό νοσοκομείο στην Άρδασσα. Την περιουσία την αποτελούσαν κλινοσκεπάσματα ολοκαίνουργια για 50 άτομα και άλλα τόσα για τους μοναχούς και φιλοξενούμενους. Μαγειρικά σκεύη, δίλαβα μεγάλα καζάνια, χεροχάλκινα, τεντζερέδες, τηγάνια, φάετρα, σαγάνια, σινία, κουκούμια και άλλα βάρους 100 οκάδων. Τότε ήταν που τερμάτισε ο υπερχιλιετής βίος της Γουμερά όπως και το νεοσύστατο Λύκειο αυτής.
Ο Μελανοφρύδης παραθέτει ονόματα των πατέρων της τελευταίας εικοσαετίας της Γουμερά. Γερβάσιος Λαζαρίδης, Θεόφιλος Γαράπατζαχ, Θεοφάνης Παπαδόπουλος, Ιλαρίων Γιαλαμάς από την Τσίτη, Ιερεμίας Μελανοφρύδης, Ιωαννίκιος από την Άδυσσα, Πανάρετος από την Αυλίανα, Σαμουήλ από την Βαρτάντων, Θεόκλητος ο Τζιμερίτης, Νίκανδρος από το Σαραντάρ, Διονύσιος Περσόπουλος από την Αγρινιά, Πολύκαρπος από το μεταλλείο Έσπιε, Μεθόδιος Ιγγιλίζης από την Μοτσερά και Ιάκωβος Τσαούσης από την Χόψα. Όλοι οι πατέρες ήταν ιερομόναχοι εκτός του Μεθόδιο.
Το λύκειο της Γουμεράς
Η Γουμερά στον Πόντο υπήρξε και λειτούργησε ως φυτώριο εκκλησιαστικής και γενικότερα εγκυκλοπαιδικής μόρφωσης. Και κατά τους χρόνους της σκλαβιάς έπαιξε ρόλο κρυφού σχολειού. Η μονή τροφοδοτούσε την επαρχία με μοναχούς, ιερείς, ψάλτες και διδασκάλους, φτάνοντας στο σημείο να ιδρύσει το 1913 Λύκειο για ανώτερη μόρφωση. Το Λύκειο Γουμεράς λειτούργησε το 1913 και 1914 και λίγο παραπέρα, ώσπου ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Εμψυχωτής της ιδέας και πρωτεργάτης της ιδρύσεως του Λυκείου υπήρξε ο αείμνηστος Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου. Ας διαβάσουμε από τη πηγή πώς τα εξιστορεί ο ίδιος.
«Το καλοκαίρι στο χωρίο μου (1910) αφού με τους γνωστούς φίλους και συνεργάτες επιβλέπαμε τα σχολεία του ποταμού Τσίτης, αρχίσαμε να βάλουμε σε ενέργεια το ζήτημα της Κεντρικής Σχολής στο μοναστήρι της Γουμεράς. Και εσκεφθήκαμε πολύ. Πώς Θα προφυλαχθούμε από την αντίδραση των καλόγηρων, που λίγοι τους καταλάβαιναν την σκοπιμότητα. Και η μητρόπολη θα έπρεπε να προϊδεασθή να μη μας πολεμήση το σχέδιο. Και εχρειαζόταν τούτο για πολλούς λόγους. Η μητρόπολη θα κάλυπτε την νόμιμη επιδίωξη. Δεν μπορούσε να επέμβει η τουρκική αρχή και αν ακόμα κάποιος δύστροπος σκεπτόταν να προσφύγη εκεί. Ίσχυαν ακόμη τα προνόμια.
Ολίγον καθυστερημένα άλλα με την ευκαιρία του δεκαπενταύγουστου του (1913) της πανήγυρης στο μοναστήρι Γουμερά οργανώσαμε ‘Εθνικό μνημόσυνο όλων των πέριξ, χωρίων στη μνήμη των θυμάτων εθνικών μαρτύρων. Ωμίλησα στο μνημόσυνο από την πόρτα του ηγουμενείου η οποία έβλεπε προς την μεγάλη τεράστια αυλή που την καταπλημμύρισε ο κόσμος. Ύστερα από τον λόγο μάζεψα τους πρόκριτους από τα χωρία – ήσαν αντιπρόσωποι με πληρεξουσία, που ήλθαν με πρόσκληση δική μας- και κάναμε την πρώτη ιδρυτική συνέλευση, που αποφασίσαμε την ίδρυση της Σχολής. Εβάλαμε και το όνομα «Λύκειο Γουμεράς». Καθορήσαμε και επιτροπή.
Σ` αυτή την επιτροπή βάλαμε εκπροσώπους από τα χωρία. Της Τσίτης αντιπρόσωποι μαζί με μένα ήσαν : Δημήτριος Γεωργιαδης και Χρίστος Προκοπὶδης, έμποροι στην Αρδασσα. Της Αδυσσας ο Σιαμής με τον Ηλὶαν Μελανοφρύδην. Της Αυλίανας ο Παπανδρὲας, της Χαβίανας ο Γεώργιος Πουταχίδης έμπορος στην Αρδασσα. Αυτοί ήσαν οι δυναμικοί που θα αντιστέκονταν σε κάθε παραφωνία ενάντια στο έργο. Μερικοί από αυτούς είχαν παιδιά που σπούδαζαν στην Τραπεζούντα και μπορούσανε να είναι υποψήφιοι για διδάσκαλοι στη Σχολή. Και έτσι παρακάμπτοντας και τη στενή έννοια της προηγούμενης αποφάσεως της μητροπόλεως, εκάμαμε την εφαρμογή του δικού μας σχεδίου δηλαδή ιδρύσαμε την Σχολή μέσα στο μοναστήρι και χρησιμοποιήσαμε για διδακτήριο το νέον ηγουμενείο, που ήταν πολύ κατάλληλο. Με την συνεργασία όλων λειτούργησε το Λύκειον το 1913 και 1914 και λίγο παραπέρα, ώσπου πλάκωσε ο πρώτος Μεγάλος πόλεμος και εσάρωσε όλα και στο τέλος-τέλος ξερίζωσε και μας».
Η Παναγία Γουμερά στην Ελλάδα

Ο δημοδιδάσκαλος Ιωάννης Α. Αβραμάντης, αθεράπευτος νοσταλγός του μεγαλείου του ελληνισμού της ανατολής, όπως σχετικά αναφέρει και ο ίδιος, είχε την πρωτοβουλία να ιδρύσει το 1966 στην Καλλιθέα Αττικής, σωματείο ποντίων με την επωνυμία «Παναγία Γουμερά». Μέλη του σωματείου ήταν οι απόγονοι των εκ Μεσοχαλδίου καταγόμενων ποντίων αδελφών αλλά διαβιούντων σε Αθήνα και Πειραιά. Βασικός σκοπός του σωματείου ήταν η αναζωογόνηση και διαφύλαξη των εκκλησιαστικών και εθνικών παραδόσεων της γενέτειρας στον Πόντο. Ο Αβραμάντης γεννήθηκε στην Τσίτη το 1890.
Πρόεδρος του νεοσύστατου Σωματείου ήταν ο ίδιος ο Αβραμάντης, αντιπρόεδρος ο Καλλές, γραμματέας ο Παπαλαζαρίδης. Σύμβουλοι ήταν ο Ακριτίδης, ο Αναστασιάδης, ο Ανδρεάδης, ο Σιωπίδης, ο Τιφτικίδης, ο Χρηματόπουλος, ο Ευστασιάδης, ο Κλαδάς και ο Παπαδόπουλος.
Λίγο πιο μετά αποφασίστηκε η ανιστόρηση της μονής Γουμερά στην Ελλάδα. Την έμπνευση και την πρωτοβουλία της ανιστόρησης την έλαβε ο γραμματέας του σωματείου ο κ. Τσενίδης, διδάσκαλος από το Σαραντάρ του Πόντου. Συνέπεια τούτου προτάθηκε ο τόπος στο όρος Μπέλλες στο χωρίο Μακρυνίτσα του νομού Σερρών. Το σωματείο των ποντίων έστειλε υπόμνημα στον σεβασμιότατο μητροπολίτη Σιδηροκάστρου Ιωάννη παρακαλώντας τον να τους επιτρέψει την ανιστόρηση της ιεράς μονής στην δική του εκκλησιαστική επαρχία.
Ο Ιωάννης Τσενίδης υπήρξε για ένα διάστημα δημοδιδάσκαλος στην κοινότητα Μακρυνίτσα. Στην Μακρυνίτσα εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την περιοχή της Χαλδίας. Σύμφωνα με προσωπική του έγγραφη μαρτυρία, το καλοκαίρι του 1970 ενώ επισκεπτόταν φίλους αγαπητούς στο χωριό συνέλαβε την ιδέα της ανιστόρησης της μονής Γουμερά εκεί στην περιοχή του χωριού, λίγο πιο πάνω στους πρόποδες του όρους Μπέλλες. Αμέσως συμφώνησε και ο τότε πρόεδρος της κοινότητας ο Ιωάννης Θεοδωρίδης. Το δίχως άλλο κινητοποιήθηκαν όλοι οι αρμόδιοι αλλά και οι ίδιοι οι κάτοικοι της Μακρυνίτσας. Στη συνέχεια στην Αθήνα ο Τσενίδης ενημέρωσε την διοίκηση του σωματείου των ποντίων και ύστερα από ομόφωνη συμφωνία αποφασίστηκε να μεταβεί μαζί με τον πρόεδρο της Μακρυνίτσας στην μητρόπολη Σιδηροκάστρου. Εκεί παρέδωσαν ένα υπόμνημα στον μητροπολίτη Ιωάννη ο οποίος ενστερνίστηκε την ιδέα και ενέργησε τα απαραίτητα προς επίτευξη του ιερού αυτού σκοπού.
Στην Μακρυνίτσα η θεία Πρόνοια φώτισε την κυρία Αθανασία Τιτάρου, χήρα του Ιωάννου Τιτάρου, και δώρισε αγροτεμάχιο 35 στρεμμάτων γ’ αυτό το θεάρεστο έργο. Μαζί με αυτή δώρισε άλλα 5 στρέμματα και η κυρία Βέττα Κανλή. Στο βιβλίο του ο Σωκράτης Κλαδάς αναφέρει ότι και η κυρία Κανλή δώρισε κτήμα κατάλληλο για την ανέγερση της ιεράς μονής. Επειδή όμως η ιερά μονή δεν υφίστατο ακόμα ως νομικό πρόσωπο, η δωρεά αυτή προσφέρθηκε στην επιτροπή του ιερού ναού της Παναγίας της Μακρυνίτσας για λίγο διάστημα μέχρι να οριστεί η ιερά μονή ως νομικό πρόσωπο. Δυστυχώς κάπου στην διαδρομή όλα χάθηκαν και σήμερα τίποτα από όλα αυτά τα αγροτεμάχια δεν υπάρχουν ως περιουσία της μονής.
Όπως αναφέρουν σε δημοσίευμα τους ο Αβραμάντης και ο Τσενίδης, στις 6 Ιουνίου την εορτή της Πεντηκοστής του 1971 θεμελιώθηκε ο ιερός ναός της ιεράς μονής Παναγία Γουμερά στην Μακρυνίτσα, η οποία και τιμάται στην μνήμη της γεννήσεως της Θεοτόκου. Στην εκκλησιαστική τελετή παρευρέθηκαν, εκτός του πολυπληθή λαού και όλες οι αρχές, εκκλησιαστικές, πολιτικές, διοικητικές και πολλά σωματεία. Πανηγυρικοί λόγοι εκφωνήθηκαν από τους Λάζαρο Παπαδόπουλο και από τον καθηγητή της θεολογίας Αγαθάγγελο Αγαθαγγελίδη από την Αυλίανα. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1971 ο μητροπολίτης Ιωάννης τέλεσε την πρώτη θεία λειτουργία στον ιερό ναό της Γουμεράς, συλλειτουργούντος και του μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτωνος.
Ο νέος ιερός ναός της Παναγίας Γουμεράς, ύστερα από έγγραφη πρόταση του μητροπολίτη Σιδηροκάστρου Ιωάννη, στις 9-1-1971, χαρακτηρίστηκε ως «Ιερά Μονή» με απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αργότερα στις 19-2-1971 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος προεδρεύοντος του μητροπολίτη Αθηνών Ιερωνύμου, με έγγραφό της προς το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, αιτείται την έκδοση σχετικού Βασιλικού Διατάγματος περί ιδρύσεως της ιεράς μονής Παναγία Γουμερά. Η Ελληνική κυβέρνηση, βασιλεύοντος του Κωνσταντίνου, στις 3-5-1971 με Βασιλικό Διάταγμα αποφασίζει την ίδρυση της ιερής μονής της ιερής μητρόπολης Σιδηροκάστρου.
Το 1971 με την θεμελίωση του ναού της Παναγίας άρχισε το όραμα των αδελφών ποντίων να παίρνει σάρκα και οστά. Αναμνήσεις, προσδοκίες, συγκινήσεις. Η διοίκηση του σωματείου δεν οραματίστηκε απλώς και μόνον μία κοινοβιακή μονή με πατέρες και αδελφούς, αλλά ένα κέντρο πνευματικό, κοινωνικό, εθνικό. Όλα για την πίστη και την πατρίδα, μέσα από τον πολιτισμό και τις παραδόσεις του λαού μας. Οραματίστηκαν να κτίσουν όχι μόνον εκκλησία στην μνήμη της γεννήσεως της Θεοτόκου, κελλιά για μοναχούς, αρχονταρίκι, τραπεζαρία, μαγειρείο, χώρους διακονημάτων, κήπους, οπωρώνες, διάφορες καλλιέργειες, για την ίδια την ιερή μονή. Αλλά και οικήματα τα οποία θα φιλοξενούν δραστηριότητες όπως οργάνωση επιμορφωτικών σεμιναρίων, διδασκαλία βυζαντινής μουσικής και ανάδειξη ιεροψαλτών, οργάνωση διαλέξεων θρησκευτικού, πολιτιστικού και εθνικού χαρακτήρα. Κτήριο για στέγαση βιβλιοθήκης, και λαογραφικό μουσείο. Όπως και ξενώνες για την φιλοξενία προσκυνητών και επισκεπτών που θα ερχόντουσαν από μακριά όπως και όσων ασχολούνταν με όλα αυτά τα θεοφιλή έργα. Πόθησαν οι άνθρωποι αυτοί να στήσουν μπροστά τους όλη τους την ψυχή.
Δυστυχώς τα πράγματα στην Γουμερά δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις αγαθές επιθυμίες του σωματείου των ποντίων. Διάφορες δυσκολίες, κυρίως οικονομικές, εμπόδισαν τη συνέχεια του έργου. Ο βασικότερος όμως λόγος υπήρξε το γεγονός ότι στην επόμενη γενιά της διοίκησης του σωματείου απουσίαζε το πνευματικό και αγωνιστικό φρόνιμα, απουσίαζε το φιλότιμο του ξεριζωμένου Έλληνα Ποντίου. Η απομάκρυνση από τις ρίζες, η εξασθένηση της εμπειρικής μνήμης των δυσκολιών του ξεριζωμού, η οικονομική και κοινωνική αποκατάσταση στην ελληνική κοινωνία, η ευμάρεια, η μέριμνα του βίου όπως και η μεγάλη απόσταση της Καλλιθέας από την Μακρυνίτσα, τους απομάκρυναν σταδιακά από τα πάτρια ιδανικά των πρωτουργών.
Και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις το κοσμικό φρόνιμα, εν τέλει, υπερίσχυσε του πνευματικού, με συνέπεια στο όνομα της Παναγίας και του μοναστηριού της να αρχίσουν να εκκολάπτονται και να πραγματώνονται ιδιοτελείς λογισμοί, προσανατολισμοί και εκμεταλλεύσεις. Σε σημείο μάλιστα όπου μέχρι και σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές το σωματείο ποντίων της Καλλιθέας, το λιγότερο, να αδιαφορεί παντελώς για την τύχη της ιεράς μονής και των πατέρων αυτής.
Αυτό τελικά το οποίο επετεύχθη ήταν μόνον η ανέγερση ενός μικρού ναΐσκου, ένα εξωκλήσι στην ουσία μέσα σε ένα χωράφι, το οποίο για πολλά χρόνια λειτουργούσε ως προσκυνηματικός ναός του σωματείου στην περιοχή της Μακρυνίτσας. Η ιερά μονή, ως ιερά μονή, υφίστατο μόνον στα χαρτιά και τις αποφάσεις, καθώς μοναστήρι δίχως ιδιοκτησιακό καθεστώς, δίχως μοναστικά κτήρια, δίχως πατέρες και αδελφούς και δίχως μοναστική περιουσία δεν είναι ποτέ, ποτέ, μα ποτέ, μοναστήρι.
Ωστόσο, το σωματείο των ποντίων επισκεπτόταν το μοναστήρι, την μικρή εκκλησία δηλαδή, δύο με τρεις φορές το χρόνο, όπου και τελούσαν τις εορτές τους με όντως πανηγυρική ατμόσφαιρα και πλήθος λαού, όπως αρμόζει στην χάρη της Παναγίας και την αγάπη των πιστών.
Τον Δεκέμβριο του 1973 ο Σωκράτης Κλαδάς πρόεδρος του σωματείου της Καλλιθέας, ο Θεοχάρης Καλλές επίτιμος πρόεδρος της αδελφότητας, ο Αριστείδης Καλλές πρόεδρος του παραρτήματος Θεσσαλονίκης, ο Γρηγόριος Πουταχίδης πρόεδρος παραρτήματος Λαυρείου και ο Πολυχρόνης Βελονάς, συνέλαβαν την ιδέα να ανεγείρουν το «Σπίτι της Χαβίανας» σε χώρο πάνω από την εκκλησία της Παναγίας.
Η Χαβίανα είναι χωριό στην Χαλδία, εκ του οποίου πολλοί πρόσφυγες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Μακρυνίτσα. Ο Σωκράτης Κλαδάς και η υπόλοιποι με έγγραφό τους ζητούν την οικονομική βοήθεια των αδελφών τους ποντίων για την υλοποίηση του σπιτιού της Χαβίανας. Επιθυμία τους ήταν αυτό το τριώροφο μικρό κτίσμα να χρησιμοποιηθεί ως λαογραφικό μουσείο με ό,τι υπάρχει στο χωριό τους, αλλά και ως ξενώνας για τους ανθρώπους της Χαβίανας. Να έχουν και οι πρόσφυγες της Χαβίανας το δικό τους σπίτι στο χώρο της ιεράς μονής. Σήμερα αυτό το μικρό τριώροφο κτίσμα ανήκει στο σωματείο ποντίων της Καλλιθέας, καμία σχέση με τους ανθρώπους της Χαβίανας, όπως και με την ιερά μονή.
Ο Κλαδάς έδωσε στην κυριολεξία και την ζωή του για την αποπεράτωση της ιεράς μονής, καθώς σκοτώθηκε ο ίδιος βγαίνοντας από το μοναστήρι κατά την διάρκεια των εργασιών της ανέγερσης. Σήμερα το σκήνωμά του αναπαύεται σε ένα μικρό χώρο που χρησιμοποιείτε ως κοιμητήρι του σωματείου μαζί με δύο άλλους πρωτεργάτες και μεγάλες προσωπικότητες, τον ιστορικό Ιωάννη Αβραμάντη και τον Αριστείδη Καλλέ.
Λίγο αργότερα, το 1976 αποπερατώθηκε ένα μικρό σπίτι δύο δωματίων απέναντι από την Χαβίανα. Το έργο το ανέλαβε ο σύλλογος ποντίων «Εύξεινος Λέσχη» του νομού Σερρών, επί προεδρίας Μουσεΐδη Περικλή και Τακουνίδη Νικολάου. Το «Σερραίικο» είναι ιδιοκτησία της Εύξεινος Λέσχης, η οποία με συμφωνητικό παραλαβής παράδοσης το παραχώρησε προς χρήση στο σωματείο των ποντίων της Καλλιθέας, για τις ανάγκες του ιδίου του σωματείου και όχι της ιεράς μονής. Το συμφωνητικό έχει ημερομηνία Απρίλιο του 1988 και το υπογράφουν ο πρόεδρος της Εύξεινος Λέσχης Πέτρος Μαυροφρύδης και ο πρόεδρος του σωματείου της Καλλιθέας Βασίλειος Σεϊτανίδης.
Λίγα χρόνια πιο μετά, το 1988 η διοίκηση του σωματείου με πρόεδρο τον Βασίλειο Σεϊτανίδη έρχεται σε συμφωνία με τον πρόεδρο της κοινότητας της Μακρυνίτσας. Και ως εκ τούτου η κοινότητα δωρίζει στο σωματείο των ποντίων 9 στρέμματα γης. Λίγο πιο πάνω από τον μαντρότοιχο της μονής. Εκεί το σωματείο ανεγείρει έναν ιδιόκτητο μεγάλο ξενώνα, ο οποίος και εξυπηρετεί μέχρι και σήμερα τα συμφέροντα και τις ανάγκες του σωματείου. Την ίδια περίοδο χτίζεται ακόμα ένα κτίσμα του σωματείου δεξιά της εισόδου της μονής.
Λίγο πιο μπροστά από την εκκλησία της Παναγίας, το 1990 ο μητροπολίτης Ιωάννης θέτει τον θεμέλιο λίθο ενός μικρού ναϊδρίου, την αγία Κυριακή. Την μικρή αυτή εκκλησία την ανέγειρε ο Αθανάσιος Λολίδης, κάτοικος του χωρίου Πιβερά της Χαλδίας. Οι γονείς του Αθανασίου ήταν ο Κωνσταντίνος και η Κυριακή. Ως εκ τούτου έκτισε την εκκλησία εις μνήμη των γονέων του. Μαζί σχεδόν με την εκκλησία της αγίας Κυριακής ο Αθανάσιος συνέβαλε και στην επέκταση και καλλωπισμό της εκκλησίας της Παναγίας. Το αρχικό κτίσμα της εκκλησίας ήταν ατελές, ανεπαρκές και κακότεχνο. Χρειαζόταν άμεσα να ανοιχτεί και να επεκταθεί, να δημιουργηθεί καμπαναριό, πρόναος με κίονες και εξωτερική επέκταση ανοικτού χώρου με κεραμοσκεπή και κίονες. Ο Αθανάσιος Λολίδης υπήρξε αρχιτέκτων και πρόεδρος του σωματείου των ποντίων του κεντρικού τμήματος της Θεσσαλονίκης. Ο Αθανάσιος ανέλαβε την σύνταξη των σχεδίων των κτηρίων στο χώρο της μονής όπως και την επίβλεψη των έργων.
Ασφαλώς και οι πρωτεργάτες της ιδέας περί ανασύστασης και αναβίωσης της Γουμεράς του Πόντου εδώ στον Ελλαδικό χώρο, είχαν ανιδιοτελή κίνητρα και ψυχή φλεγόμενη για την πίστη και την πατρίδα. Όπως ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου, ο Σωκράτης Κλαδάς, ο Ιωάννης Αβραμάντης, ο Γεώργιος Κανδηλάπτης, ο Παναγιώτης Μελανοφρύδης, ο Αθανάσιος Λολίδης, ο Ιωάννης Τσενίδης, ο Αριστείδης Καλλές, ο Θεοχάρης Καλλές, και άλλοι.
Οι επόμενοι όμως αυτών στην διοίκηση του σωματείου δεν ενστερνίστηκαν το θεάρεστο έργο τους και το βαθύ νόημά του, κάτι το οποίο μαρτυρείται μέσα από τα δικά τους τα έργα. Καμία απολύτως μέριμνα και προσπάθεια για την όντως ανασύσταση του μοναστηριού της Παναγίας. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της μονής περιέχει μόνον αυτή την εκκλησία και τίποτε άλλο. Πουθενά τα κελλιά των μοναχών, πουθενά αρχονταρίκι για τους προσκυνητές, μαγειρεία, τραπεζαρία, χώροι διακονημάτων, αποθήκες, καλλιεργήσιμη έκταση γης, κλπ. κλπ.
Γύρω στο 2006 ο μητροπολίτης Σιδηροκάστρου Μακάριος εγκαθιστά στην ιερά μονή την γερόντισα Ευφημία. Αργότερα την Άνοιξη του 2017 η γερόντισα Ευφημία με δύο νέες αδελφές και τον νεοφερμένο π. Βαρνάβα μεταφέρθηκαν στο Σιδηρόκαστρο στην ιερά μονή αγίου Κυρήκου και Ιουλίτης.


Το Σεπτέμβριο του 2017 ο μητροπολίτης Μακάριος, εγκαθιστά στην ιερά μονή, ως ηγούμενο αυτής, τον αρχιμανδρίτη Βαρθολομαίο. Ο π. Βαρθολομαίος μόνασε επί πολλά έτη στην ιερά μονή Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους, υποτασσόμενος με αγάπη αδιάκριτη στον άγιο και πεφιλημένο Γέροντά του τον Καθηγούμενο Χριστόδουλο.
Ο πατέρας Βαρθολομαίος αμέσως κατανόησε την πολυεπίπεδη δυσκολία του όλου εγχειρήματος. Το να τακτοποιηθεί δηλαδή και να συγκροτηθεί η Γουμερά ως ένα συγκροτημένο ορθόδοξο μοναστήρι, όπως ακριβώς υπήρχε και λειτουργούσε επί σειρά αιώνων εκεί στον Πόντο. Πολλά και ποικίλα τα προβλήματα. Το βασικότερο είναι ότι το μοναστήρι δεν έχει παντελώς εισοδήματα, διότι δεν έχει κανένα απολύτως περιουσιακό στοιχείο, ούτε γη ούτε κτίσμα, ούτε κινητό ούτε και ακίνητο. Το μόνο, θα λέγαμε, περιουσιακό στοιχείο του μοναστηριού είναι οι δύο εκκλησίες, της Παναγίας και της αγίας Κυριακής, και τίποτε άλλο. Άδικα πήγαν τελικά όλοι οι κόποι και τα όνειρα του Ιωάννη Αβραμάντη και των υπολοίπων.
Ο πατέρας Βαρθολομαίος αμέσως καταπιάστηκε με την ανέγερση των πρώτων και απαραίτητων κτισμάτων. Οι τραχύς χειμώνες στην Γουμερά δεν επιτρέπουν την εκτέλεση κτηριακών έργων. Περιμένοντας συνεπώς να περάσουν και οι εορτές του Πάσχα του 2018 ξεκίνησαν να χτίζονται πρόχειροι χώροι για να στεγαστούν προς ώρας η τράπεζα, το μαγειρείο, η έκθεση και το αρχονταρίκι της μονής. Επίσης ξεκίνησαν και τα πρώτα κελιά των πατέρων, τα οποία ολοκληρώθηκαν το επόμενο καλοκαίρι του 2019. Ενώ η πρόχειρη τράπεζα με τα υπόλοιπα το καλοκαίρι του 2020.
Όπως είπαμε και πιο πάνω το μοναστήρι της Παναγίας δεν έχει καμία πηγή εσόδων. Καμία. Όλα αυτά τα έργα γίνονται με εισφορές απλών ανθρώπων. Κανένα σωματείο, κανένας οργανισμός και κανένας θεσμός δεν εισέφερε την παραμικρή οικονομική βοήθεια για την ανέγερση της μονής της Παναγίας μας. Οι απλοί και όμορφοι άνθρωποι βλέποντας τον επίμονο και επίπονο αγώνα του π. Βαρθολομαίου έστερξαν με κάθε δυνατό τρόπο να συνδράμουν στον απώτερο αυτό ιερό σκοπό, στην ανέγερση του μοναστηριού της Σταρένιας.
Το καλοκαίρι του 2020, μαζί με την ολοκλήρωση της πρόχειρης τράπεζας, ξεκίνησαν και ολοκληρώθηκαν άλλα δύο κελιά πατέρων. Αυτούς τους μήνες του 2020 ο π. Βαρθολομαίος ξεκίνησε μια μεγάλη περιοδεία σε όλη την Ελλάδα προς εύρεση οικονομικών πόρων για την συνέχιση των έργων. Με την ευχή του μητροπολίτη μας Μακαρίου και με επίσημο γράμμα της μητροπόλεως ανά χείρας, στην κυριολεξία όργωσε όλη την πατρίδα μας, από το Διδυμότειχο μέχρι την Καλαμάτα. Επισκέφτηκε όλες τις μητροπόλεις και όλους τους φίλους και γνωστούς αλλά και αγνώστους. Επτά σχεδόν μήνες έλειπε από το μοναστήρι του. Η λογία πλέον έχει καταστεί επιστήμη.
Το επόμενο καλοκαίρι του 2021 ανεγείρεται η εκκλησία των αγίων Παϊσίου και Πορφυρίου. Παράλληλα με την εκκλησία καθαρίζεται και διαμορφώνεται όλος ο εσωτερικός χώρος της μονής. Επίσης καθαρίζεται και όλη η γύρω περιοχή της μονής ένεκα πυρασφάλειας όπως και καλλωπισμό αυτής. Αργότερα αρχές του 2022 ετοιμάζεται και ο χώρος του ξυλουργείου και των εργαστηρίων της μονής όπως και η αποθήκη της.
Τον Αύγουστο του 2022 ξεκινάνε και ολοκληρώνονται μέχρι τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, η επίσημη και μεγάλη τράπεζα της μονής με τα μαγειρεία της, όπως και το μεγάλο συνοδικό ή αλλιώς το αρχονταρίκι της μονής. Οι προηγούμενοι χώροι οι οποίοι στέγαζαν όλα αυτά, χρησιμοποιούνται σήμερα ως δοχειό δηλαδή αποθήκη τροφίμων, ως ιματιοθήκη και ως μικρός ξενώνας.


Στην συνέχεια την Άνοιξη του 2023 ξεκινάνε οι δενδροφυτεύσεις. Δένδρα για σκίαση και δροσιά, καλλωπιστικά, οπωροφόρα και λουλούδια διάφορα, ιδιαίτερα κόκκινες τριανταφυλλιές. Επόμενο απαραίτητο έργο είναι η αναστήλωση και ο καλλωπισμός του υποστηρικτικού τείχους της μονής, καθώς η πάλαι ποτέ πρόχειρη κατασκευή του το κατέστησαν συν τω χρόνω σαθρό και ημιτελές. Οπωσδήποτε απαραίτητο έργο είναι και η νέα είσοδος αυτής, καθώς η ήδη υπάρχουσα δεν ανταποκρίνεται πλέον στις αναδυόμενες ανάγκες της μονής και των προσκυνητών.
Ο π. Βαρθολομαίος συνειδητοποίησε ότι οι μετέπειτα πατέρες της μονής θα είναι οι επόμενοι των πατέρων της Μητέρας μονής, της Γουμεράς του Πόντου. Η ευθύνη είναι τεράστια. Ένα μεγάλο χρονικό κενό, 100 ετών, ξεκινά να γεφυρώνεται σήμερα εδώ, στον τόπο αυτόν, στις κατάφυτες παρυφές του Μπέλλες, στα αιματοβαμμένα σύνορα του γένους μας. Ακρίτες φλογεροί οι επόμενοι πατέρες, θεματοφύλακες της πίστης και της πατρίδας. Κι όμως, καλόγεροι απλοί, άνθρωποι ταλαίπωροι και αμαρτωλοί, που όντως κινούνται και παλεύουν καθημερινά ανάμεσα, στα πάθη και τις αδυναμίες, σε θεούς και δαίμονες, την αμαρτία και την μετάνοια, την αγάπη και τον φόβο, την αρετή και την κόλαση, την ζωή και τον θάνατο.
Με την ελπίδα μας στην Αγάπη της Σταρένιας, στις ευχές των απ’ αιώνων κεκοιμημένων πατέρων της Γουμεράς, την ευχή του μητροπολίτη μας Μακαρίου, την προστασία του αγίου Γέροντός μου Χριστοδούλου, και ασφαλώς την ζεστή αγάπη και άπλετη αγκαλιά των πνευματικών μου παιδιών, την όμορφη φροντίδα των κατοίκων της περιοχής των φίλων και αδελφών μας, όντως στεκόμαστε εδώ, όρθιοι και δυνατοί, με πείσμα, με ψυχή, και προχωράμε… και πάντα θα προχωράμε… ΑΜΗΝ!!!